- ὑποθέσθαι
- ὑποτίθημιplace underaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια … Dictionary of Greek
μαγεύω — (AM μαγεύω) [μάγος] 1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς … Dictionary of Greek
πεντάζωνος — ον, Α αυτός που έχει πέντε ζώνες («πεντάζωνον...ὑπόθεσθαι δεῑ τὸν οὐρανόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. επτά ζωνος] … Dictionary of Greek